ναρθηκοφόρος

ναρθηκοφόρος
ναρθηκοφόρος, -ον (Α)
1. (γενικά) αυτός που έφερε ράβδο από νάρθηκα και ιδίως αυτός που κατά τα όργια τού Βάκχου κρατούσε νάρθηκα ή θύρσο, ο θυρσοφόρος
2. προσωνυμία τού θεού Διονύσου
3. αυτός που φέρει ράβδο, ραβδούχος
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ναρθηκοφόροι
είδος στρατιωτικού παιχνιδιού που παιζόταν από τους Πέρσες και στη διάρκεια τού οποίου δύο τμήματα έκαναν ψευδομάχη χρησιμοποιώντας ως όπλο το πρώτο τμήμα πέτρες, ενώ το άλλο χοντρά ραβδιά από νάρθηκα, με τα οποία απέκρουε τους βώλους που έριχνε το πρώτο τμήμα και χτυπούσε όσους αντιπάλους έσκυβαν για να πιάσουν πέτρες («παιδιὰν ἔφασαν εἶναι καλλίστην οἱ ναρθηκοφόροι», Ξεν.)
6. παροιμ. «ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, Βάκχοι δὲ τε παῡροι»
(για τις τελετές τών μυστηρίων) υπάρχουν μεν πολλοί ναρθηκοφόροι, που φέρουν δηλαδή τα εξωτερικά σύμβολα τής λατρείας, αλλά λίγοι είναι οι πραγματικά θεόπνευστοι, οι εμπνευσμένοι από τον Βάκχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρθηξ, -ηκος + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναρθηκοφόρος — carrying a wand of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκοφόρον — ναρθηκοφόρος carrying a wand of masc/fem acc sg ναρθηκοφόρος carrying a wand of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκοφόροι — ναρθηκοφόρος carrying a wand of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκοφόρους — ναρθηκοφόρος carrying a wand of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • ναρθηκοφορώ — ναρθηκοφορῶ, έω (Α) [ναρθηκοφόρος] φέρω νάρθηκα, ράβδο από το φυτό νάρθηξ, θύρσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”